- λευκοφλεγματώδης
- λευκοφλεγματώδης, -ῶδες (Α) [λευκοφλέγματος]αυτός που έχει προσβληθεί από λευκοφλεγματία*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκοφλεγματώδης — affected with dropsy masc/fem acc pl (attic epic doric) λευκοφλεγματώδης affected with dropsy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λευκοφλεγματώδης affected with dropsy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοφλεγματίας — λευκοφλεγματίας, ὁ (Α) [λευκοφλέγματος] 1. αυτός που πάσχει από λευκοφλεγματία* 2. λευκοφλεγματώδης* … Dictionary of Greek